ἀνειρύσας

ἀνειρύσας
ἀνειρύσᾱς , ἀνερύω
draw up
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χηραμός — και χαραμός και χειραμός και χηλαμός, ὁ, πληθ. και ετερογενής τ. χηραμά, τὰ, Α 1. τρύπα, κοιλότητα, κοίλωμα, κουφάλα («σφῆκας δαφοινοὺς χηραμῶν ἀνειρύσας», Λυκόφρ.) 2. η λαβή τού ξίφους («εἰς τὸν χηραμὸν τῆς κώπης ἀνέδραμε, μόνην δὲ καταλείπει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”